- νεοπλαστικός
- -ή, -ό [νεοπλαστία]ο νεοπλασματικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοπλασματικός — ή, ό [νεόπλασμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεόπλασμα ή αυτός που προέρχεται από το νεόπλασμα, αλλ. νεοπλαστικός («νεοπλασματικός όγκος») 2. φρ. «νεοπλασματική καχεξία» ιατρ. η γενική κακή κατάσταση τού οργανισμού εξαιτίας τής παρουσίας … Dictionary of Greek